ὀρθοστάδιον

ὀρθοσταδόν

ὀρθοστατέω-ῶ
ὀρθο·σταδόν [] adv. c. ὀρθοστάδην, A. Rh. 4, 1426.
Étym. ὀ. ἵστημι, -δον.