ὀρωρέχαται

ὀρώρομαι

ὄρωρον
*ὀρώρομαι (seul. 3 sg. ind. ὀρώρεται, Od. 19, 377, et sbj. ὀρώρηται, Il. 13, 271) c. ὄρνυμι.