ὀσμύλος

ὀσμώδης

ὅσον
ὀσμώδης, ης, ες, c. ὀσμήρης, Arstt. Sens. 5, 4 ||
Cp. -έστερος, Th. C.P. 2, 16, 1 ; sup. -έστατος, Th. fr. 1, 20.
Étym. ὀσμή, -ωδης.