ὀσφρήσομαι

ὀσφρητικός

ὀσφρητός
ὀσφρητικός, ή, όν :
1 qui concerne l’odorat, A. Aphr. Probl. 2, 60 ; Gal. 5, 359 ||
2 doué d’un bon odorat, DL. 9, 80 ||
Sup. -ώτατος, DL. l. c.
Étym. ὀσφρητός.