ὀσφυαλγέω-ῶ

ὀσφυαλγής

ὀσφυαλγία
ὀσφυ·αλγής, ής, ές, qui souffre des reins, Eschl. (Plut. M. 1057f) ; Hpc. 73 fin, etc.
Étym. ὀσφύς, ἄλγος.