ὀσπριοφαγέω-ῶ

ὀσπριώδης

ὀσπρολέων
ὀσπριώδης, ης, ες, semblable à une graine légumineuse, Aqu. Lev. 2, 14.
Étym. ὄσπριον, -ωδης.