ὀστεόκολλον

ὀστεοκόπος

ὀστεολογέω-ῶ
ὀστεο·κόπος, ος, ον, qui brise les os, Th. fr. 7 ; subst. ὁ ὀστ. courbature, Hpc. 396, 9.
Étym. ὀστέον, κόπτω.