Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀστοθήκη
ὀστοκατάκτης
ὀστοκόπος
ὀστο·κατάκτης,
ου
[
κᾰ
]
adj. m.
qui brise les os,
Hpc.
Étym.
ὀστέον, κατάγνυμι
.