ὀστρακεύς

ὀστρακηρός

ὀστρακίας
ὀστρακηρός, ά, όν [ᾰκ] de la couleur d’un vase en terre cuite : ζῷα ὀστρακηρά, Arstt. H.A. 4, 4, 18, etc. animaux testacés.
Étym. ὄστρακον.