Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀστρεώδης
ὄστριμον
ὀστρίτης λίθος
ὄστριμον,
ου
(
τὸ
) [
ῐ
] étable,
Lyc.
94 ;
Antemaq.
Étym.
Phot.
v
o
ὄστριμα
.