ὀστρύς

ὀστώδης

ὄσυρις
ὀστώδης, ης, ες, osseux, Xén. Eq. 1, 8 ; 5, 6 ; Arstt. H.A. 2, 1, etc. ||
Cp. -έστερος, Arstt. H.A. 3, 7, 11.
Étym. ὀστέον, -ωδης.