Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὅτου
ὀτραλέος
ὀτραλέως
ὀτραλέος,
α, ον
[
ᾰ
] rapide, agile,
Opp.
H.
2, 273 ;
Q. Sm.
11, 107
.
Étym.
cf.
ὀτρηρός
.