Οὐκαλέγων

οὐκέτι

οὐκί
οὐκ·έτι [] adv. ne... plus, Hom. Att. ; οὐκέτι πάμπαν, Il. 13, 701 ; οὐκέτι πάγχυ, 19, 343, plus du tout.
Étym. οὐκ, ἔτι.