οὐλαμώνυμος

οὐλάς

οὖλε
οὐλάς, άδος [ᾰδ] adj. f. frisée, crépue, Nic. Al. 260 (cf. οὖλος 4).
οὐλάς, άδος () [ᾰδ] besace, Anth. 7, 413 conj. Lob.