οὐλοτριχέω-ῶ

οὐλότριχος

οὐλοφόνος
οὐλό·τριχος, ος, ον [] c. οὐλόθριξ, Geop. 10, 1, 9 ||
Cp. -ώτερος, Arstt. H.A. 9, 44, 7.
Étym. cf. τρίχουλος.