οὐρεσίφοιτος

οὐρεύς

οὐρέω-ῶ
οὐρεύς, ῆος () mulet, Hés. O. 794, etc.
Étym. ion. c. ὀρεύς.
οὐρεύς, ῆος () gardien, surveillant, Il. 10, 84 (οὖρος 3).