οὔρινον ᾠόν

οὐριοδρομέω-ῶ

οὔριον ᾠόν
οὐριο·δρομέω-ῶ, être poussé par un vent favorable, Phéréc. (DL. 1, 116) ; DS. 3, 33.
Étym. οὔριος, δρόμος.