οὔριος

οὐριοστάτης

οὐριόω-ῶ
*οὐριο·στάτης, dor. οὐριο·στάτας, ου [ᾰᾱ] adj. m. prospère ou qui fait prospérer, Eschl. Ch. 821.
Étym. οὔριος, ἵστημι.