Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀξυδορκέω-ῶ
ὀξυδορκία
ὀξυδορκικός
ὀξυδορκία,
ας
(
ἡ
) [
ῠ
]
c.
ὀξυδερκία,
Métop.
et
Hippodam.
(
Stob.
Fl.
1, 64 ;
103, 26
) ;
Luc.
Macr.
5
.