ὀξύμολπος

ὀξυμυρσίνη

ὀξύμωρος
ὀξυ·μυρσίνη, ης () [ξῠῐ] myrte épineux, arbuste, Diosc. 4, 146.
Étym. ὀ. μυρσίνη.