ὀξυόεις

ὀξυόρυγχος

ὀξυόστρακος
ὀξυό·ρυγχος, ος, ον, c. ὀξύρρυγχος, Hés. (Ath. 116b vulg. ; ὀξύρρυγχος conj. Mein.).