ὀξυρεγμιάω-ῶ

ὀξυρεγμιώδης

ὀξυρεπής
ὀξυρεγμιώδης [] ou mieux ὀξυρρεγμιώδης, ης, ες, qui souffre d’aigreurs d’estomac, Hpc. 1257, etc.
Étym. ὀξυρεγμία, -ωδης.