παχυτράχηλος

παχύφλοιος

παχύφρων
παχύ·φλοιος, ος, ον [] à l’écorce épaisse, Th. H.P. 1, 5, 2 ; Diosc. 1, 12 ; Gal. 6, 126.
Étym. π. φλοιός.