παιδαρίσκος

παιδαριώδης

παιδαριωδῶς
παιδαριώδης, ης, ες [] d’enfant, enfantin, puéril, Plat. Phil. 14d ; Arstt. Pol. 2, 9, 23, etc. ||
Sup. -έστατος, Lgn 4, 1.
Étym. παιδάριον, -ωδης.