παιδιοτροφέω-ῶ

παιδισκάριον

παιδισκεῖον
παιδισκάριον, ου (τὸ) jeune fille, Mén. 4, 169 Meineke ; Luc. D. mort. 27, 7, etc.
Étym. dim. de παιδίσκη.