παιδολυμάς

παιδομαθής

παιδομανής
παιδο·μαθής, ής, ές [] instruit dès l’enfance, Gal. Lex. Hipp. ; τινος, Lgn 44, 3 ; πρός τι, Antid. (Ath. 240c) ; περί τι, Pol. 3, 71, 6, sur qqe ch.
Étym. π. μανθάνω.