παιδονομέω-ῶ

παιδονομία

παιδονόμος
παιδονομία, ας ()
1 direction de l’éducation des enfants, Arstt. Pol. 7, 6, 12 ||
2 fonction de παιδονόμος, Arstt. Pol. 6, 8, 23.
Étym. παιδονόμος.