παιδοτριϐικῶς

παιδοτροφέω-ῶ

παιδοτροφία
παιδοτροφέω-ῶ, élever (propr. nourrir) des enfants, Ar. Lys. 956 ; Luc. D. mer. 2, 1.
Étym. παιδοτρόφος.