παιγμοσύνη

παιγνία

παίγνια
παιγνία, ας ()
1 jeu, amusement, Hdt. 1, 94 ; 2, 173 ||
2 fête, Ar. Lys. 700 ||
E Ion. -ιη, Hdt. 1; 94, etc.
Étym. παίζω.