Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παλαιομάγαδις
παλαιομήτωρ
παλαιόπλουτος
*παλαιο·μήτωρ,
dor.
παλαιο·μάτωρ,
ορος
(
ἡ
) [
ᾰᾱ
] mère antique,
Eur.
Suppl.
638
.
Étym.
π. μήτηρ
.