παλιλλογέω-ῶ

παλιλλογία

παλίλλογος
παλιλλογία, ας () [ᾰλ]
1 récapitulation, Arstt. Rhet. Al. 1, 21 ||
2 rétractation, Th. Char. 2.
Étym. παλίλλογος.