Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παλιγκότησις
παλιγκοτία
παλίγκοτος
*παλιγκοτία,
ion.
παλιγκοτίη,
ης
(
ἡ
) [
ᾰ
]
c. le préc.
Hpc.
Art.
830
.
Étym.
παλίγκοτος
.