παλίνορτος

παλινόστιμος

παλίνοστος
παλι·νόστιμος, ος, ον [ᾰλῐ] qui peut ou qui doit revenir, Opp. H. 1, 616 ; Nonn. D. 11, 413.
Étym. π. νόστιμος.