Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παλινσκοπιά
παλίνσοος
παλινστομέω-ῶ
παλίν·σοος,
οος, οον
[
ᾰ
]
c.
παλίνζωος,
Nonn.
D.
25, 534 ;
Anth.
1, 49
.
Étym.
π. σόος
.