πᾶμα

παμϐασιλεία

παμϐασίλεια
παμ·ϐασιλεία, ας () [ϐᾰῐ] souveraineté absolue, Arstt. Pol. 3, 15, 1, etc.
Étym. πᾶν, βασιλεύω.