παμϐασίλεια

παμϐασιλεύς

παμϐδελυρός
παμ·ϐασιλεύς, έως () [ϐᾰῐ] roi du monde entier, roi absolu, Arstt. Pol. 3, 16, 2 ; Spt. Sir. 50, 18.
Étym. π. βασιλεύς.