παναίσχιστος

πάναισχρος

παναίτιος
πάν·αισχρος, ος, ον [ᾰν] tout à fait honteux, D. Chr. 1, 584 ||
Sup. παναίσχιστος, Anth. 6, 163.
Étym. π. αἰσχρός.