Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παναμείλικτος
παναμείλιχος
πανάμερος
παν·αμείλιχος,
ος, ον
[
ᾰᾰῐχ
]
c. le préc.
Opp.
C.
2, 203
.
Étym.
π. α
nég.
μειλίσσω
.