Παγχαῖος

παγχάλεπος

παγχαλέπως
παγ·χάλεπος, ος, ον [χᾰ] tout à fait difficile, Xén. An. 5, 2, 20 ; Plat. Phæd. 85c.
Étym. πᾶς, χαλεπός.