πανδάκρυτος

πανδάλητος

πανδαμάτειρα
παν·δάλητος, ος, ον [ᾰλ] tout à fait détruit, anéanti, Hippon. fr. 2 (vulg. ; conj. πανδαύχνητος, tout couronné de lauriers, de πᾶς, δαύχνη).
Étym. dor. c. *πανδήλητος de π. δηλέομαι.