πάνετες

πανετήτυμος

πανετώσιος
παν·ετήτυμος, ος, ον [ᾰῠ] tout à fait vrai, tout à fait certain, Orph. Arg. 538 ; Nonn. Jo. 8, 98.
Étym. π. ἐτήτυμος.