Παγγαῖος

παγγέλοιος

παγγενεῖ
παγ·γέλοιος, ος, ον, tout à fait ridicule, Plat. Phædr. 260c, etc. ; Eub. 3, 230 Meineke.
Étym. πᾶν, γελοῖος.