Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παγκατάμικτος
παγκαταπύγων
παγκατάρατος
παγ·καταπύγων,
ων, ον,
gén.
ονος
[
ῡ
]
c.
καταπύγων,
Ar.
Lys.
137
.