πανουργέστερος

πανούργευμα

πανουργεύομαι
πανούργευμα, ατος (τὸ) [ᾰν]
1 c. πανούργημα, Spt. Sir. 1, 6 ; Judith 11, 8, etc. ||
2 en b. part, sagesse, Spt. Sir. 42, 18.
Étym. πανουργεύομαι.