πανσπερμηδόν

πανσπερμία

πάνσπερμος
πανσπερμία, ας () mélange de toutes sortes de semences, Plat. Tim. 73c ; Arstt. An. 1, 2, 3 ; Plut. M. 462f.
Étym. πάνσπερμος.