Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παντοίως
παντοκράτειρα
παντοκρατορία
παντοκράτειρα,
ας
[
ᾰτ
]
adj. f.
toute-puissante,
Orph.
H.
9, 4
.
Étym.
cf.
παντοκράτωρ
.