παντοκρατορικός

παντοκράτωρ

παντολέτειρα
παντο·κράτωρ, gén. ορος (ὁ, ἡ) [ᾰτ] tout-puissant, Anth. App. 282 ; Spt. 2 Reg. 5, 10 ; 2, 7, 25 ; Job 5, 17, etc.