Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παντομώμητος
παντόμωρος
παντονίκης
παντό·μωρος,
ος, ον,
tout à fait fou,
Polém.
Physiogn.
1, 11, p. 250
.
Étym.
π. μωρός
.