Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παντότης
παντοτινάκτης
παντότολμος
παντο·τινάκτης,
ου
[
ῐ
]
adj. m.
qui ébranle le monde,
Orph.
H.
14, 8
.
Étym.
π. τινάσσω
.