πανηγέμων

πανηγυριάρχης

πανηγυρίζω
πανηγυρι·άρχης, ου () [ᾰνῠ] président d’une assemblée πανήγυρις, Plut. M. 679b.
Étym. πανήγυρις, ἄρχω.